- βουβάλι
- τό1) буйвол; 2) перен. увалень, медведь; 3) груб. балда, пентюх
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουβάλι — βουβάλῑ , βούβαλις antelope fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβάλι — το θηλαστικό μηρυκαστικό ζώο της οικογένειας των βοοειδών, που μοιάζει με βόδι αλλά είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό: Είναι τόσο χοντρός και μεγαλόσωμος που μοιάζει με βουβάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουβάλι — το (Μ και βουβάλιν) μσν. νεοελλ. ο βούβαλος νεοελλ. 1. χοντρός και άκομψος άνθρωπος 2. νωθρός και ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το βους*, εκτός εάν η σύνδεση οφείλεται σε παρετυμολογία. Ο σχηματισμός της λ. παραμένει ασαφής, ενώ η… … Dictionary of Greek
βουβάλι' — βουβάλιι , βούβαλις antelope fem dat sg (epic doric ionic aeolic) βουβάλιε , βούβαλις antelope fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) βουβάλια , βουβάλιον bracelets neut nom/voc/acc pl βουβάλιε , βουβάλιος bracelets masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… … Wikipedia
βουβαλήσιος — α, ο αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε βουβάλι ή προέρχεται απ αυτό … Dictionary of Greek
βουβαλίδα — η (Α βούβαλις [ ιος και ίδος]) μεγάλη αντιλόπη της Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι] … Dictionary of Greek
βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
σωμόβουβλον — τὸ, Μ κρέας από βουβάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα + βούβαλος] … Dictionary of Greek
βουβάλα — η 1. το θηλυκό βουβάλι. 2. μτφ., παχύσαρκη γυναίκα, χοντροκέφαλη: Δεν είναι απλώς παχιά, είναι βουβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)